- κοιλίτσα
- ηυποκορ. του κοιλιά μικρή κοιλιά: Χόρτασε η κοιλίτσα του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοιλίτσα — η 1. υποκορ. τού κοιλιά 2. στον πληθ. (κατ΄ επέκτ.) οι κοιλίτσες οι κοιλιές, τα έντερα και τα υπόλοιπα σπλάγχνα τών σφαγίων, αλλ. πατσάς 3. παροιμ. «αυτός με την τρελίτσα του γεμίζει την κοιλίτσα του» λέγεται γι αυτούς που κάνουν τους τρελούς ή… … Dictionary of Greek
-ίτσα — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής, η οποία πιθανόν να σχηματίστηκε αναλογικά προς την υποκορ. κατάλ. μσν. ουδ. σε ίτσιν ίκι(ο)ν, ουδ. τής ίκιος, με τσιτακισμό (δηλ. τροπή τού κ σε τσ προ φωνήεντος ι , όπως αστρ ίκιν, αστρ ίτσιν). Για τις… … Dictionary of Greek
γαστρίδιο — Ένα από τα αρχικά στάδια της εμβρυϊκής ανάπτυξης. Προέρχεται από ένα βλαστίδιο με μια διαδικασία εγκόλπωσης που αποκαλείται γαστριδίωση. Η αυλάκωση τελειώνει με τη διευθέτηση των βλαστομεριδίων γύρω από μια κεντρική κοιλότητα. Στη συνέχεια, το… … Dictionary of Greek
κοιλίδιον — κοιλίδιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού κοιλία) μικρή κοιλιά, κοιλίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. σφαιρ ίδιον, χοιρ ίδιον)] … Dictionary of Greek
κοιλιά — Όρος που αναφέρεται σε κάποιες ανατομικές δομές. Κατ’ αρχήν σημαίνει την περιοχή του ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται στη βάση του κορμού, η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ θώρακα και λεκάνης. Αποτελείται από μυϊκά και οστέινα τοιχώματα που καθορίζουν … Dictionary of Greek
κοιλιογραφία — η 1. ακτινογραφία τών κοιλιών τού εγκεφάλου μετά από ένεση, αφού γίνει ανάτρηση τού κρανίου και παρακέντηση, σκιαγραφικής ουσίας 2. ακτινογραφία τών κοιλιών τής καρδιάς μετά από ένεση σκιαγραφικής ουσίας με καθετηριασμό τού οργάνου. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
κοιλούλα — η (Μ κοιλούλα) (χαϊδευτικά) κοιλιά, κοιλίτσα, μικρή κοιλιά … Dictionary of Greek